- δίερση
- η (Α δίερσις) [διείρω]νεοελλ.ναυτ. κάθε περιστροφή σχοινιού γύρω από ένα αντικείμενο κατά την περίδεση τουαρχ.πέρασμα ανάμεσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περασιά — η 1. ο τόπος από όπου μπορεί κανείς να περάσει προκειμένου να πάει από έναν χώρο σε έναν άλλο, διάβαση 2. (τυπογρ.) κάθετη ή οριζόντια νοητή ευθυγράμμιση διαφορετικών κειμένων ή εικόνων που τοποθετούνται σε απόσταση μεταξύ τους στο μοντάζ 3. ναυτ … Dictionary of Greek